Καρδιαγγειακά προβλήματα ίσως προκαλεί η κοιλιακή παχυσαρκία
Τα άτομα με περιττά κιλά στην περιοχή της κοιλιάς διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης καρδιακής νόσου και καρκίνου, συγκριτικά με άτομα που έχουν συσσωρευμένο λίπος σε άλλες περιοχές του σώματός τους.
Spotlight
-
Η Μασσαλία είναι πάντα μια υπέροχη ιδέα – Μερικά ψαγμένα πράγματα για να κάνετε εκεί
-
Κτηνωδία στη Θεσσαλονίκη - Άντρας πυροβόλησε και σκότωσε σκύλο επειδή ήταν «επιθετικός»
-
Γιατί οι Ιάπωνες μπλοκάρουν τη θέα του όρους Φούτζι στους τουρίστες;
-
Οργή μετά την ανατροπή της καταδίκης του Γουαϊνστάιν - «Έτσι είναι να είσαι γυναίκα στην Αμερική...»
Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του επιστημονικού εντύπου Journal of the American College of Cardiology, ερευνητές του Εργαστηρίου Μεταβολικής και Πληθυσμιακής Υγείας του Εθνικού Καρδιολογικού, Πνευμονολογικού και Αιματολογικού Ινστιτούτου των ΗΠΑ, με επικεφαλής την Δρ Καρολάιν Φοξ έκαναν αξονικές τομογραφίες σε περισσότερους από 3.000 αμερικανούς, κατά μέσο όρο 50 ετών, για να καταγράψουν την εναπόθεση λίπους στην κοιλιακή χώρα, πέριξ του καρδιακού ιστού και της αορτικής αρτηρίας. Στην συνέχεια το δείγμα ετέθη υπό επταετή ιατρική παρακολούθηση.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, καταγράφηκαν 90 καρδιαγγειακά επεισόδια, 141 περιπτώσεις καρκίνου και 71 θάνατοι. Το κοιλιακό λίπος (που συνήθως είναι ένδειξη εναπόθεσης λίπους στα εσωτερικά όργανα του σώματος) συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου και καρκίνου.
Αυτό εξηγεί γιατί τα άτομα με όμοιο Δείκτη Μάζας Σώματος αλλά διαφορετικό σωματότυπο έχουν κυμαινόμενα προβλήματα υγείας σχετικά με την παχυσαρκία.
«Εν αντιθέσει με τις παλαιότερες μελέτες που συνέκριναν τον ΔΜΣ και την περίμετρο της μέσης, η παρουσία κοιλιακού λίπους βελτιώνει την ικανότητα πρόγνωσης της καρδιαγγειακής νόσου, υποστηρίζοντας την θεωρία ότι το κοιλιακό λίπος εν μέρει μόνο αναφέρεται στη σχέση σωματικού λίπους, καρδιακής νόσου και καρκίνου», εξηγεί η Δρ Φοξ.
«Δεδομένης της παγκόσμιας επιδημίας παχυσαρκίας, ο εντοπισμός των ατόμων υψηλού κινδύνου είναι σημαντικός καθώς θα μας επιτρέψει να εφαρμόσουμε πιο αποτελεσματικά προληπτικά και θεραπευτικά μέτρα», προσθέτει η Δρ Κάθριν Μπριττον, από το Νοσοκομείο Brigham and Women’s της Βοστόνης, που συμμετείχε στην έρευνα.
health.in.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις